- φαμπρικάρω
- Ν1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα2. μτφ. μηχανεύομαι, σοφίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fabbricare (βλ. λ. φάμπρικα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαμπρικάρω — φαμπρικάρισα (λ. ιταλ.) 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα. 2. μτφ., δημιουργώ ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν, σοφίζομαι, μαγειρεύω, σκαρώνω: Ποιος ξέρει τι φαμπρικάρει πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)